- θυγατρίς
- θυγατρίς, -ίδος, ἡ (Μ)μικρό κορίτσι, κορασίδα, κοριτσάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ- τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. θυλακ-ίς, χοινικ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.